- ενθύμημα
- τό1) мысль, дума, размышление; воспоминание; 2) подарок на память, сувенир; 3) лог. энтимема
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνθύμημα — thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
ενθύμημα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται για ανάμνηση, το ενθύμιο, θυμητάρι, το σουβενίρ.: Ενθυμήματα της πρώτης αγάπης. 2. (λογ.), αριστοτελικός ρητορικός συλλογισμός που στηρίζεται σε πιθανές προτάσεις και μπορεί να πείσει, αλλά δεν έχει αποδεικτική αξία. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθύμημ' — ἐνθύμημα , ἐνθύμημα thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Энтимема — (ένθύμημα) сокращенный силлогизм, в котором опущена одна из посылок, или большая, или меньшая; опущением делается в том случае, когда посылка представляется общепризнанной или очевидной. Иногда к Э. прибегают нарочно, желая получить неожиданное… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἐνθυμημάτων — ἐνθύμημα thought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήμασι — ἐνθύμημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήμασιν — ἐνθύμημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματα — ἐνθύμημα thought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματι — ἐνθύμημα thought neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματος — ἐνθύμημα thought neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)